Taking too long? Close loading screen.
Select Page

Η Μαρία έχει την καβάτζα της κάτω από ένα δέντρο στην Τσιμισκή της Θεσσαλονίκης. Ένας υπνόσακος και ένα αυτοσχέδιο χαρτόκουτο τραπεζάκι, είναι αρκετά. Ο Χρήστος, ζει μόνιμα στη δική του καβάτζα κοντά στο νοσοκομείο Γεννηματά, στο δικό του παγκάκι με μια κουβέρτα γαλάζια και ένα εξίσου αυτοσχέδιο χαρτόκουτο που μέσα έχει τροφή. Άνθρωποι άστεγοι σε καβάτζες, αυτοσχέδια σπίτια που μένουν πάντοτε «στημένα» και σταθερά εκεί και μπορεί οι ίδιοι να φεύγουν το πρωί και να επιστρέφουν το βράδυ για ύπνο.

Η Ελένη, μια γυναίκα κοντά στα πενήντα με όμορφα καταπράσινα ρυτιδιασμένα μάτια, λίγο μελαμψή και κατάμαυρα μαλλιά είναι άστεγη. Χρόνια επωφελούμενη υπηρεσιών ψυχικής υγείας στην Κλίμακα, μας επισκέπτεται ακόμα που και που, δανείζεται από την άτυπη Τράπεζά μας χρήματα και ύστερα με το που λάβει το επίδομά της τα επιστρέφει και ζει στην «καβάτζα» της. «Η καβάτζα είναι το σπίτι μου» μας λέει.

Στο κείμενο που ακολουθεί, η ίδια μας μιλά για τη δική της καβάτζα. Πως την ανακάλυψε, πως ζει, τι δυσκολίες αντιμετωπίζει…

 

“Η καβάτζα μου, είναι ένας τόπος ακατοίκητος και επειδή σε αυτόν έμεναν άνθρωποι παλιά και τους έκοψαν το ρεύμα και το νερό, έφυγαν. Ο χώρος λοιπόν έμεινε εγκαταλελειμμένος.

Εμείς οι άστεγοι, λέμε το χώρο αυτό καβάτζα. Καβάτζα μπορεί να είναι οτιδήποτε. Ένα παγκάκι, ένα μπαλκονάκι εγκαταλελειμμένο,  ένας χώρος που δεν είναι καταλυμένος από οποιονδήποτε άλλο.

Είναι μια «στέγη» στο κεφάλι σου. Εγώ την καβάτζα μου την έχω διαμορφώσει όπως θέλω. Έβαλα ένα λουκέτο μη μπει κανένας μέσα και έχω το κεφάλι μου όσο γίνεται ήσυχο. Μια παράγκα είναι…

Το μόνο άγχος που έχω, είναι μην παρουσιαστούν αύριο μεθαύριο τίποτα ιδιοκτήτες και με διώξουν… Βέβαια ένας φίλος στο συσσίτιο που πάω και τρώω, μου ‘χει πει πως αν είσαι μόνιμα εκεί εννέα χρόνια, τότε δε μπορούν να σε διώξουν με τίποτα…

Εγώ είμαι οκτώμισι χρόνια τώρα εκεί στην παράγκα μου, στο Μοσχάτο.

Πως τη βρήκα… Προχωρούσα στα χαμένα, νύχτα και έψαχνα κάπου να κοιμηθώ. Τελικά κοιμήθηκα σε κάτι χωράφια. Εκεί παραδίπλα βρισκόταν το μελλοντικό μου «σπίτι». Η καβάτζα μου. Μπήκα μέσα και ξεκίνησα να αράζω εκεί.

Εκεί ζω, ακούω μουσική από το Walkman μου, κοιμάμαι… Το μόνο που χρειάστηκα ήταν μια κλειδαριά. Έσπασα την προηγούμενη, έβαλα δική μου.

Τι έχει μέσα η καβάτζα μου… Τα απαραίτητα. Ένα κρεβάτι, ένα κομοδίνο, ένα τραπεζάκι, δύο πολυθρόνες. Αυτά. Όλα αυτά τα βρήκα μισοτιμής. Έψαξα στις αγγελίες και έκανα χρόνια οικονομίες, καθώς συντηρούμαι μόνο από το επίδομά μου και κάποια χρήματα που δανείζομαι από την Κλίμακα και τα επιστρέφω φυσικά.

Έτσι σιγά σιγά τα αγόρασα όλα. Δε μπορώ να δουλέψω. Έχω να δουλέψω από τα εικοσιτέσσερα μου. Δούλευα σε μαρμαράδικο, ύστερα μπήκα φυλακή και έπειτα δρόμος. Παγκάκια. Και τα τελευταία χρόνια… στην καβάτζα μου.

Αντιμετωπίζω πολλές δυσκολίες βέβαια και εκεί. Εντάξει δεν είμαι… Προχωράει η ζωή, αλλά με χίλιες δύο έννοιες στο κεφάλι μου. Μην το ένα, μην το άλλο. Δε νιώθω ασφαλής και με τρώει.

Εκεί δε μπορώ να κάνω μπάνιο… Παίρνω δύο μπιτόνια το βράδυ με νερό, πάντα κρύο, αλλά δεν έχει σημασία. Χειμώνα, καλοκαίρι. Το προσπαθώ. Έτσι κάπως κάνω και μπάνιο, απλώνω τα ρούχα βράδυ, μα σκέφτομαι ότι δεν πρέπει να φαίνονται και με ανακαλύψει κάποιος. Κρύβομαι διαρκώς. Πριν χαράξει πρέπει να τα μαζέψω όλα”.

«Και πως είναι δυνατό μια ζωή να κρύβεστε;» τη ρωτάμε… «Έλα μου ντε…», απαντά.

Pin It on Pinterest

Share This

Share this post with your friends!