Με λύπη ενημερωθήκαμε για ένα ακόμη περιστατικό αυτοκτονίας επαγγελματία υγείας, που εργαζόταν σε δημόσιο νοσοκομείο της χώρας μας, αφιερώνοντας τη ζωή του στη φροντίδα των συμπολιτών μας. Η συγκεκριμένη αυτοκτονία νοσηλευτή έρχεται σε συνέχεια ενός πολύ πρόσφατου περιστατικού αυτοκτονίας ιατρού, που εργαζόταν σε νοσοκομείο της περιφέρειας γεγονός που εντείνει την ανησυχία για την ψυχική υγεία των επαγγελματιών του χώρου. Οι προαναφερθείσες απώλειες δεν είναι μεμονωμένες, καθώς τα τελευταία χρόνια έχουν σημειωθεί αρκετές αυτοκτονίες επαγγελματιών υγείας, διαφόρων ειδικοτήτων.
Τα συγκεκριμένα περιστατικά θέτουν σοβαρά ερωτήματα σχετικά με την επάρκεια των υποστηρικτικών μηχανισμών που προσφέρονται στους ίδιους τους επαγγελματίες υγείας. Η πίεση που βιώνουν, το συναισθηματικό βάρος της φροντίδας ασθενών και η έλλειψη επαρκούς στήριξης και διασύνδεσης οδηγούν σε αυξημένο κίνδυνο αυτοκτονίας.
Γνωρίζουμε, ότι όπως προκύπτει και από τη διεθνή επιστημονική βιβλιογραφία, νοσηλευτές και ιατροί διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο αυτοκτονίας σε σχέση με το γενικό πληθυσμό, εξαιτίας της φύσης της εργασίας τους.
Το έντονο εργασιακό άγχος, η συχνή έκθεση στον θάνατο, η συναισθηματική επιβάρυνση, καθώς και ο φόβος του στίγματος που συνοδεύει την αναζήτηση ψυχιατρικής βοήθειας, αποτελούν παράγοντες που συχνά αποτρέπουν τους επαγγελματίες υγείας από το να ζητήσουν υποστήριξη. Οι επιπτώσεις στην επαγγελματική τους εικόνα και την καριέρα τους αποτελούν, δυστυχώς, σημαντικό εμπόδιο.
Η εμπειρία μας έχει δείξει ότι για την πλειονότητα των αυτοκτονιών υπήρχαν άμεσα ή έμμεσα προειδοποιητικά σημάδια. Σε πολλές περιπτώσεις, η έγκαιρη παρέμβαση και η κατάλληλη στήριξη θα μπορούσαν να αποτρέψουν αυτές τις τραγικές απώλειες.
Το σύστημα υγείας οφείλει, να ενισχύσει τις δομές υποστήριξης για τους επαγγελματίες του χώρου, αναγνωρίζοντας τη σημασία της ψυχικής τους υγείας και προστατεύοντάς τους από τον αυξημένο κίνδυνο αυτοκτονίας.