Ο Ιανουάριος 2021 αποτέλεσε τον τρίτο κατά σειρά μήνα κατά τον οποίο διήρκησε η επαναφορά της εφαρμογής του καθολικού περιορισμού μετακινήσεων για όλη τη χώρα μετά την εμφάνιση του δεύτερου κύματος πανδημίας του κορωνοϊού στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Παρατηρητηρίου Αυτοκτονιών του Κέντρου Ημέρας για την Πρόληψη της Αυτοκτονίας η περίοδος αυτή συνοδεύεται από μία αυξητική τάση των αυτοκτονιών σε σχέση με τα δεδομένα του Κέντρου για τον ίδιο μήνα όσον αφορά τα τελευταία 5 χρόνια.
Συγκεκριμένα, τα στοιχεία των αυτοκτονιών για την περίοδο που αναφέρθηκε διαμορφώνονται ως εξής:
Η πλειοψηφία των αυτοχείρων ήταν άντρες σε ποσοστό 69% και ακολούθησαν οι γυναίκες σε ποσοστό 31%. Οι άνθρωποι ηλικίας άνω των 80 ήταν εκείνοι που πραγματοποίησαν τις περισσότερες αυτοκτονίες, μία ηλικιακή ομάδα που σημειώνει σταθερά υψηλά ποσοστά αυτοκτονιών τόσο στην χώρα μας όσο και σε πολλές χώρες του κόσμου. Ακολούθησαν τα άτομα παραγωγικών ηλικιών από 40 έως 45 ετών και οι άνθρωποι ηλικίας 65 – 69 ετών.
Σε επίπεδο περιφερειών, στην Αττική συγκεντρώθηκε το μεγαλύτερο ποσοστό αυτοκτονιών για το συγκεκριμένο διάστημα (23%) και ακολούθησε η Κρήτη ( σε ποσοστό 21%), περιφέρεια στην οποία συνεχίζουν να συγκεντρώνονται διαχρονικά υψηλά ποσοστά αυτοκτονιών. Τέλος, η πιο συχνή μέθοδος αυτοκτονίας και για τα δύο φύλα ήταν η πτώση και ακολούθησε ο απαγχονισμός.
Το Παρατηρητήριο Αυτοκτονιών και η 24ωρη Γραμμή Παρέμβασης για την Αυτοκτονία συνεχίζουν την διαδικασία της αποτύπωσης και καταγραφής των αυτοκτονιών συλλέγοντας δεδομένα από όλη την επικράτεια της χώρας και διερευνώντας την σχέση τους με την πανδημία του κορωνοϊού. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η συγκέντρωση των αυτοκτονιών στις συγκεκριμένες περιφέρειες που αναφέρθηκαν αφορούν μόνο το διάστημα του Ιανουαρίου και δεν αντιπροσωπεύουν τον συνολικό ετήσιο αριθμό. Επιπρόσθετα, οποιαδήποτε άμεση συσχέτιση (σχέσης αιτίας – αιτιατού) ανάμεσα στις αυτοκτονίες και την νόσο covid – 19 είναι καλό να αποφεύγεται λόγω της πολυδιάστατης φύσης του ζητήματος της αυτοκτονίας και της πολλαπλής αιτιολογίας της.
Τέλος, δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τις μακροπρόθεσμες συνέπειες της πανδημίας στο πεδίο της αυτοκτονίας και των αυτοκαταστροφικών συμπεριφορών, ωστόσο μπορούμε να γνωρίζουμε ότι η επιβάρυνση του ψυχικού φορτίου των ευάλωτων πληθυσμών είναι δεδομένη και δύναται είτε σε κοντινό είτε σε μεταγενέστερο χρόνο να κινητοποιήσει ακραίες σκέψεις και συμπεριφορές. Σε αυτό το σημείο χρειάζεται να τονιστεί η αναγκαιότητα της διαθεσιμότητάς μας ως επαγγελματίες ψυχικής υγείας τόσο όσον αφορά την υποστήριξή όσο και ενίσχυση της ψυχικής ανθεκτικότητάς τους με σκοπό την διασφάλιση της προστασίας της ακεραιότητας και βελτίωσης της ποιότητας ζωής των ευάλωτων συνανθρώπων μας.