«Αν έχω αδέρφια και από πού κρατάει η σκούφια μου…»
Η κυρά Γεωργία μεγάλωσε πέντε αγόρια μόνη της, να ‘ναι καλά εκεί που είναι. Ο γέρος μου μας άφησε νωρίς. Φυματίωση. Ένα από τα αγόρια αυτά, ήμουν κι εγώ. Και τα χρόνια ήταν δύσκολα και βγήκαμε όλα από νωρίς σε δουλειές με τρύπια παπούτσια, βρώμικα να δουλεύουμε σε χωράφια της Ηλείας, για ξεροκόμματα ψωμί. Να ζήσουμε. Ευτυχώς τα χρόνια εκείνα, το κλίμα ήτανε καλό. Τα λεμόνια μοσχοβολούσαν και τα ζουμερά πορτοκάλια πήγαιναν κατευθείαν από την παραγωγή, στην κατανάλωση, στις λαϊκές…
«Στρατιωτικό;…»
Φαντάρος έκανα στη Ρόδο. Ο χειμώνας ήτανε βαρύς και ασήκωτος. Θυμάμαι ακόμα κάτι σκυλιά να πεθαίνουν απ’ το κρύο στο στρατόπεδο και τα πόδια, τσιμεντωμένα στις αρβύλες να νιώθουν και να μη νιώθουν. Το καλοκαίρι ευτυχώς ήτανε λίγο καλύτερα…
«Σπουδές;…»
Σπουδές όχι. Μετά τα χωράφια, ήρθαν τα καράβια και σπίτι μου, όπου έπιανε λιμάνι η καρδιά. Χρόνια ολόκληρα εκεί μέσα. Στις μηχανές και τα καταστρώματα. Τρικυμίες πολλές, αλλά ευτυχώς, βγήκαμε από όλες, ζωντανοί.
«Έχεις παιδιά;…»
Η Ειρήνη μου και η εγγονή μου η Σοφία, ζουν μόνιμα στο Βέλγιο…
«Πως βρέθηκες εδώ;…»
…
Αυτό ήταν, είναι και θα είναι πάντοτε το τίμημα της φιλανθρωπίας. Μέσα σε «ανθρώπινα» ιδρύματα, με «ανθρώπινους» ανθρώπους. Άλλοι από ενδιαφέρον πραγματικό και άλλοι από καθαρή περιέργεια. Από πού είσαι, ποιος είσαι, ποια είναι η ιστορία σου, πως βρέθηκες εδώ, έχεις παιδιά, που είναι τώρα, πόσο καιρό έχεις να τα δεις, γιατί δεν είσαι μαζί τους, πως άντεξες τόσες κακουχίες εκεί στους δρόμους, με τι τρέφεσαι, πως ζεις, πως βγάζεις το χειμώνα; Και αφού απαντηθούν όλα αυτά, να παίρνεις θετική συγκατάθεση για να κάνεις ένα ζεστό μπάνιο…
Ο κάθε άνθρωπος έχει την ιστορία του, τα βιώματα, τις ανάγκες και το σταυρό του.
Όλοι οι άστεγοι, με κάποιον τρόπο βρεθήκαμε στο δρόμο, ή στα παγκάκια, ή στο κατώφλι μιας «φιλάνθρωπης» δομής, ή στα σκαλιά μιας εκκλησίας για λίγο φαγητό. Δε διαφέρουμε σε τίποτα από κανένα… Εγώ δε θα σε ρωτούσα ποτέ φίλε μου καλέ, έτσι αδιάκριτα τόσα πράγματα για τη ζωή, τις σπουδές, ή την οικογένειά σου, ειδικά αν «εξαρτώσουν» από εμένα. Ξέρεις αυτό θυμίζει κάτι από «κύριος και δούλος» και εγώ δεν είμαι δούλος κανενός. Χωρίς παρεξήγηση.
Είναι προτιμότερο λοιπόν να είμαι φιλοξενούμενος του νόμου, όπου σίγουρα εκεί υπάρχουν περισσότεροι κανονισμοί και μια άλλη πειθαρχία, όμως τουλάχιστον ο νόμος δεν ανακατεύεται αδιάκριτα στις υποθέσεις μου. Δεν απαιτεί από εμένα προσωπικά δεδομένα και ιστορίες για να γεμίσει το κεφάλι του, ή τη ζωή του, ούτε με χρησιμοποιεί. Είμαστε πολλοί, οι άστεγοι ενωμένοι. Οι «φιλανθρωπίες» μοιάζουν παυσίπονα στιγμής. Κάτι κάλτσες, ένα σάντουιτς, ή λίγα κέρματα… Από εκεί και πέρα είναι το θέμα τι γίνεται…
Ο φίλος μας Νίκος, είναι εδώ και λίγα χρόνια στην οικογένεια της ΚΛΙΜΑΚΑ. Ζει μόνος του αυτόνομα και για το νοίκι του φροντίζουμε εμείς, όπως κι εκείνος για τη ζωή του… Χωρίς αδιακρισίες.