Στις 28 Νοεμβρίου 2017, οικογένεια και συγγενείς είπαν το τελευταίο αντίο στα δίδυμα αδέλφια που έφυγαν τόσο άδοξα από τη ζωή, όταν ο πατέρας τους έβαλε φωτιά στο σπίτι τους στη Νέα Σμύρνη. Ο 45χρονος υπαξιωματικός της Πολεμικής Αεροπορίας έβαλε φωτιά στο σπίτι όπου φιλοξενούσε για το Σαββατοκύριακο τα δίδυμα παιδιά του, ηλικίας 8 ετών. Και οι τρεις βρήκαν τραγικό θάνατο από τις αναθυμιάσεις.
Όπως έγινε γνωστό ο 45χρονος πατέρας τον τελευταίο χρόνο βρισκόταν υπό ψυχιατρική παρακολούθηση και λάμβανε φαρμακευτική αγωγή, καθώς αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα. Μάλιστα, σύμφωνα με πληροφορίες, παρακολουθούνταν τακτικά. Η σοβαρή ψυχολογική κατάσταση του πατέρα δεν προκύπτει μόνο μέσα από το αποτρόπαιο έγκλημά του, αλλά και μέσα από τα σημειώματα τα οποία άφησε πίσω του και βρήκαν το φως της δημοσιότητας μόλις λίγες ώρες μετά.
Για ακόμα μια φορά στεκόμαστε θεατές μπροστά σε μια υπόθεση, η οποία πιθανότατα θα μπορούσε να μην είχε πάρει τέτοια τροπή. Μας θυμίζει λίγο τον εξίσου βίαιο θάνατο των δύο γυναικών στο Μαρκόπουλο λίγες εβδομάδες πριν. Μας θυμίζει το επίσης πρόσφατο περιστατικό στην Κρήτη με τη δολοφονία του ενός αδερφού από τον άλλο και έπειτα την αυτοκτονία του ίδιου. Μας κάνει να προβληματιζόμαστε σχετικά με το «τι μέλλει γενέσθαι» και «τι άλλο πρέπει ακόμα να συμβεί», προκειμένου να αναπτυχθεί ένα σαφές πλαίσιο προληπτικών μέτρων, αλλά και ευθυνών.
Ο 45χρονος πατέρας, ήταν υπό στενή ψυχιατρική παρακολούθηση, γεγονός το οποίο καθιστά επιτακτική ανάγκη την περαιτέρω διερεύνηση του περιστατικού. Κάποια στιγμή θα πρέπει τελικά να αναζητηθούν οι ευθύνες, όχι μόνο των εμπλεκόμενων επαγγελματιών υγείας, αλλά και του ευρύτερου δικτύου σε όποιο μέτρο αυτές υπάρχουν, για τρεις θανάτους στην προκειμένη που πιθανώς θα μπορούσαν να έχουν προληφθεί.
Κάποια στιγμή θα ήταν σημαντικό να δούμε πέρα από τις τηλεοπτικές φάσες των δελτίων των 8, που ουρλιάζουν για «τραγωδίες» και «ειδήσεις – σοκ» και να μιλήσουμε ουσιαστικά για τα ζητήματα ψυχικής υγείας και τις ευθύνες που φέρουν οι αρμόδιοι, είτε αυτοί λέγονται ψυχίατροι, είτε δικηγόροι, είτε οικογένεια, είτε φίλοι, συνάδελφοι, είτε κράτος.
Δυστυχώς, για άλλη μια φορά περιστατικά σαν και αυτό, θα περάσουν απλά στις γκρίζες σελίδες ενός κεφαλαίου δίχως τέλος, αλλά βρισκόμαστε ακόμα στην αρχή, όσο δεν μιλάμε για ολιστικές παρεμβάσεις με σαφήνεια και την απαιτούμενη σοβαρότητα.
Σε περιπτώσεις σαν και αυτή και μιλώντας για ευθύνες…
Είχε εκτιμήσει σωστά ο θεράπων ψυχίατρος την κατάσταση του Χ ασθενή του;
Αν ναι, είχε ενημερώσει σχετικά την οικογένεια, ή το στενό υποστηρικτικό πλαίσιό του;
Οι συνάδελφοι που ζούσαν καθημερινά τον Χ άνθρωπο, εκτιμούσαν τη ψυχολογική του κατάσταση, αξιολογώντας τη Χ σοβαρότητά της; Και αν ναι, λειτούργησαν με κάποιον τρόπο;
Εν τέλει, το σύνολο των εμπλεκόμενων θα μπορούσε να έχει κινητοποιηθεί σε μια Χ υπόθεση αποτελεσματικά, ή απλά το περιστατικό γίνεται αποδεκτό ως «μοιραίο» ξανά και ξανά;
Κοιτάζουμε, αλλά δε βλέπουμε. Βλέπουμε, αλλά δε μιλάμε. Κάνουμε τα στραβά μάτια, για να μη «μπλέξουμε» και εν τέλει δημιουργούμε έναν αέναο φαύλο κύκλο που δεν έχει τελειωμό και παίρνει στο λαιμό του στην κυριολεξία ανθρώπινες ζωές.
Θα ήταν καλό ίσως να αναρωτηθούμε κάποια στιγμή, τι περιμένουμε να συμβεί για να «ξεχειλίσει το ποτήρι» και να κινητοποιηθούμε ουσιαστικά. Πόσα ακόμα τέτοιας φύσης περιστατικά πρέπει να συμβούν για να ανοίξουμε τα μάτια μας;
Στην Κλίμακα και στο Κέντρο Ημέρας για την Πρόληψη της Αυτοκτονίας, δυστυχώς λαμβάνουμε συχνά γνώση τέτοιων περιστατικών.
Τέλος, αξίζει να αναφερθεί στην προκειμένη ότι δεδομένης της επαγγελματικής ιδιότητας του 45χρονου, έχουμε επανειλημμένα επισημάνει την απουσία ενός σαφούς πλαισίου αξιολόγησης και εκπαίδευσης του προσωπικού των σωμάτων ασφαλείας, καθώς και της συνεπαγόμενης δυνατότητας οπλοφορίας και οπλοχρησίας. Το προσωπικό των σωμάτων ασφαλείας χαρακτηρίζεται ως ομάδα υψηλού κινδύνου στον τομέα των εργασιακών ατυχημάτων και της αυτοχειρίας.